- πριγκιπόπουλο
- το1. το παιδί του πρίγκιπα.2. νεαρός πρίγκιπας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πριγκιπόπουλο — και πριγκηπόπουλο, το, θηλ. πούλα, Ν 1. τέκνο, παιδί πρίγκιπα 2. νεαρός πρίγκιπας 3. μτφ. πλουσιόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας + υποκορ. κατάλ. πουλο*] … Dictionary of Greek
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek